Τα γλυπτά της Ντέμης Κάια παρατάσσονται, στοιχίζονται σε μια πομπή, παιγνιώδη και βέβηλη, συναισθητική, οργιαστική κι αθώα. Δομούνται πάνω σε ευρεθέντα αντικείμενα, ξύλα ως επί το πλείστο που η Κάια συλλέγει στους περιπάτους της και μεταπλάθει γλυπτικά με χειρονομίες ιδιαίτερα τονισμένες ως προς το φύλο και το συναίσθημα, άλλοτε θυμίζοντας σκήπτρα μιας καρναβαλικής βλάσφημης βασίλισσας, άλλοτε εργαλεία μιας απροσδιόριστης ερωτικής συνομιλίας, άλλοτε ανομολόγητα κοσμήματα, άλλοτε μύχια χειροτεχνήματα. Στα έργα αυτά αναπτύσσεται στο χώρο πια, η μανική ημερολογιακή γραφή που χαρακτηρίζει τη σχεδιαστική και ζωγραφική δουλειά της καλλιτέχνιδας. Στα γλυπτά της Κάια συναντιούνται πολλά στοιχεία της σουρεαλιστικής παράδοσης, από τα objet trouves και την έκλυση λιβιδινικής ενέργειας δια της συνάρμοσης των αντιθέτων, έως την ίδια την έννοια της πομπής. Ο ερωτισμός των γλυπτών έχει σαρκική αγνότητα και πίσω από τον ήρεμο και εορταστικό τριποδισμό των αλόγων της πομπής ακούγεται η ορμητική μανία ενός καλπασμού, σαν να αποκαλύπτεται μια λησμονημένη οχεία των παιδικών χρόνων. «Η παιδική ηλικία», έλεγε ο Μπρετόν στην κόρη του, «είναι η ηλικία εκείνη που τα παιδιά παραφυλάνε να δουν μυστηριώδεις και θεσπέσιους καβαλάρηδες να διασχίζουν το σούρουπο τις όχθες θυμωμένων ποταμών».